- λειχηνικός
- λειχην-ικός, ή, όν,A for eruptions,
τροχίσκος Gal.12.832
: -κή (sc. ἔμπλαστρος) ib.835; -κόν (sc. φάρμακον) Orib. Fr.78, Aët.8.16, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχίσκος Gal.12.832
: -κή (sc. ἔμπλαστρος) ib.835; -κόν (sc. φάρμακον) Orib. Fr.78, Aët.8.16, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειχηνικός — for eruptions masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνικός — ή, ό (Α λειχηνικός, ή, όν) [λειχήν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λειχήνες τού δέρματος και στη θεραπεία τους («λειχηνικὸς τροχίσκος», Γαλ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λειχήνες … Dictionary of Greek
λειχηνικά — λειχηνικός for eruptions neut nom/voc/acc pl λειχηνικά̱ , λειχηνικός for eruptions fem nom/voc/acc dual λειχηνικά̱ , λειχηνικός for eruptions fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνικόν — λειχηνικός for eruptions masc acc sg λειχηνικός for eruptions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνική — λειχηνικός for eruptions fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)